πετόσφαιρα

πετόσφαιρα
Ελληνική απόδοση του αγγλικού όρου βόλεϊ μπολ.
* * *
η, Ν
η μπάλα τού βόλεϋ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πετώ + σφαίρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πετόσφαιρα — η 1. σφαίρα λαστιχένια, μπάλα για το παιχνίδι της πετοσφαίρισης. 2. το παιχνίδι της πετοσφαίρισης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πετοσφαίριση — η, Ν το βόλεϋ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετόσφαιρα μέσω ενός *πετοσφαιρίζω] …   Dictionary of Greek

  • χειροσφαίριση — η ομαδικό παιχνίδι κατά το οποίο η μπάλα χτυπιέται με τα χέρια και όχι με τα πόδια, πετόσφαιρα, βόλεϊ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”